Σήμερα το πρωί κατέβαινα με την γυναίκα μου από τη συνηθισμένη μου διαδρομή, Αλεξάνδρας – Ιουλιανού – Σταθμό Λαρίσης με το αυτοκίνητό μου. Στην αρχή της Ιουλιανού μας προσπέρασαν με επιδέξιες σφήνες και μια μικρή ανάλαφρη σουζίτσα τρεις «ζητάδες», μαυροφορεμένοι, μαυροφορεμένοι από τον λαιμό μέχρι τα νύχια.
Ήταν ολίγον αδέσποτοι, θα έλεγα, γιατί ενώ ξεκίνησαν από το φανάρι της Αλεξάνδρας και Πατησίων με κατεύθυνση Πατησίων προς Ομόνοια, τελευταία στιγμή έστριψαν δεξιά στην Ιουλιανού καθώς η Πατησίων είχε μεγάλη κίνηση προς εκείνο το σημείο. Εκτός και αν επρόκειτο για μια προσπάθεια αιφνιδιασμού μου η οποία οφείλω να ομολογήσω πως πέτυχε πλήρως τον σκοπό της. Αιφνιδιάστηκα.
Κατεβαίνοντας την Ιουλιανού ο ένας τράβηξε μια μικρή σούζα λοιπόν, έκαναν και κάτι σφήνες προς εντυπωσιασμό του φιλοθεάμονος κοινού και πέρασαν το φανάρι της 3ης Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού παραδόξως με πράσινο.
Το πράσινο εκείνο δεν το πρόλαβα, τα έχασα τα παιδιά από τα μάτια μου αλλά η απομάκρυνση των σωμάτων ασφαλείας από το αυτοκίνητο μου παραδόξως δεν με γέμισε με ανασφάλεια. Φτάνει με το καλό το πράσινό μου, ξεκινώ, και βλέπω μια πεζή να μαζεύει κάτι που είχε πέσει από ένα αυτοκίνητο μπροστά μου. Πατώ σιγά σιγά το φρένο και σταματώ για να περιμαζέψει η νεαρά δεσποινίς κάτι που εμένα που έμοιαζε με πεσμένο ημιαξόνιο, αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος για το πώς μοιάζει ένα ημιαξόνιο, πεσμένο ή όχι. Αντιλαμβάνομαι τότε ότι αριστερά έχει σταματήσει ο ένας εκ των τριών εφίππων που δρούσαν στις προηγούμενες παραγράφους, ο οποίος και της το ζητά και η οποία και του το δίνει. Ο δρόμος αδειάζει, ο νεαρός έφιππος προσπαθεί να καταλάβει και αυτός τι σόι μαραφέτι ξέρασε το μπροστινό μου αυτοκίνητο και ενδεχομένως να προσπαθούσε να καταλάβει αν η απώλεια θα μπορούσε να δημιουργήσει κίνδυνο. Ως εδώ καλά.
Συνεχίζω και σταματώ στο επόμενο φανάρι, Ιουλιανού και Αχαρνών. Συγκεκριμένα σταματώ εκεί που δεξιά υπάρχει ένα υπαίθριο πάρκινγκ, 15 μέτρα πριν την Αχαρνών. Εκεί λοιπόν στέκονται ξεκαβαλημένοι από τις μηχανές τους, αλλά καθόλου ξεκαβαλημένοι γενικότερα, οι άλλοι δύο έφιπποι, μες στις κατάμαυρες στολές, κοιτώντας με επιτηδευμένη ανησυχία προς τα πίσω αναρωτώμενοι που στο διάολο είναι ο συνάδερφος και ο ένας από αυτούς ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΤΗ ΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ ΤΟΥ!!!
Προς στιγμή σκέφτηκα να κατεβάσω το τζάμι και να τους πω να χαλαρώσουν. Αλλά τότε συνειδητοποίησα γιατί οι στολές τους είναι μαύρες. Δυστυχώς πενθούν την ψυχραιμία τους…
Έβαλα πρώτη και έφυγα μόλις άναψε το φανάρι.
3 σχόλια:
Πραγματικά απολαυστικότατη η περιγραφή σου. :-)
Πάντως εμένα με νευρίασε η όλη φάση. Νεαροί μαυροφόροι, από τη κορυφή ως τα μύχια, παρτσακλά 22χρονα που ο νόμος τους δίνει το δικαίωμα να οπλοφορούν με πιστόλι μεγαλύτερο από τα λογικά τους...
δες το κουτάκι
λίγο ακόμα κέντρισμα?
στο blog μου...
Κατά τα άλλα,λίγα τα λόγια σου για τον Πρόεδρο!
κοιτά μπροστά!
πολύ μπροστά!
γι'αυτό δεν τον καταλαβαίνουμε!
οεο
Δημοσίευση σχολίου