Η ζωή, ως γνωστόν, είναι σουρεάλ και ρεάλ ταυτόχρονα. Σήμερα θα ασχοληθούμε με την σουρεαλιστική μορφή μιας αναμονής.
Η αναμονή ξεκίνησε στις οκτώ και μισή το βράδυ της 20ης Μαρτίου 2009, κορυφώθηκε περί τη μία το πρωί της 21ης Μαρτίου και έληξε περίπου στις τέσσερις τα ξημερώματα. Τι περίμενα; Μα τη γέννηση του δεύτερου υιού μου. Που; Στο δημόσιο μαιευτήριο Έλενα, προς τιμήν της Έλενας Βενιζέλου, συζύγου του γνωστού Ελευθέριου ο οποίος δεν ήτο πάντα αεροδρόμιο, κάποτε υπήρξε και πρωθυπουργός αυτού του κράτους και τώρα τελευταία διασύρεται με καλή, ομολογουμένως, παρέα σε ένα τηλεοπτικό σόου με θέμα τους 100 καλύτερους ή μεγαλύτερους ή παχύτερους Έλληνες…
Εξόν του Βενιζέλου, καλή παρέα είχα και εγώ στην μισή αναμονή μου. Η οποία παρέα ήταν λίαν αγχολυτική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αποτελείτο από τρεις Ρουμανόβλαχους (έτσι λένε οι ίδιοι τους εαυτούς τους), δύο άντρες και μία γυναίκα. Ο ένας άντρας 41 ετών παντρεμένος με την γυναίκα, ετών 39. Ο έτερος άντρας, ετών 18 (ολογράφως «δεκαοκτώ»), γαμπρός των δύο ανωτέρω, περίμενε το 3ο (ολογράφως «τρίτο») παιδί του από την ετών δεκαεννέα σύζυγο του.
Εγώ, με το άσχετο μάτι του μπαλαμού, όπως αποκαλούσαν τη δική μου τη φυλή οι ίδιοι, όταν τους είδα αρχικά τους έκοψα για γύφτους ή τσιγγάνους ή όπως θέτε πείτε το. Όμως από την κουβέντα που ακολούθησε προέκυψαν διάφορες απαντήσεις σε απορίες που δεν ήξερα ότι είχα. Οι ίδιοι λοιπόν μου είπαν
ότι η καταγωγή τους είναι από τη Ρουμανία και ότι με τη διάλεκτό που μιλάνε μεταξύ τους μπορούν με σχετική άνεση να συνεννοηθούν με Ρουμάνους. Θεωρούσαν ότι κατέβηκαν στην Ελλάδα πριν από καμιά εκατονπενηνταριά χρόνια. Δεν έχουν καμία σχέση με τους γύφτους (ή τουρκόγυφτους ή κωνσταντινοπολίτες !!!) ή με τους τσιγγάνους. Άλλοι, μου είπαν, οι γύφτοι, άλλοι οι τσιγγάνοι, άλλοι εμείς οι Ρουμανόβλαχοι. Και καμία σχέση δεν έχουν οι επιμέρους διάλεκτοι που χρησιμοποιεί η κάθε φυλή μεταξύ τους. Οι ρουμανόβλαχοι, μένουν κυρίως στο Μενίδι, οι γύφτοι στα Λιόσια και οι Τσιγγάνοι στην Αγία Βαρβάρα. Οι τελευταίοι, όπως με νόημα μου είπαν «ζουν καλύτερα από μας και από εσάς. Έχουν μαγαζιά και σπουδάζουν τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμιο.»
Η δουλειά που έκανε η παρέα μου είναι «αντίκες». Από τα συμφραζόμενα όμως, κατάλαβα ότι γυρνάνε με το φορτηγό και παίρνουν παλιά πράγματα. Όχι σκουπίδια, όχι παλιοσίδερα αλλά οτιδήποτε παλιό και αχρείαστο σε εμάς το οποίο όμως να μπορεί να πουληθεί στον πάγκο που στήνουν κάθε Σαββατοκύριακο στο Μοναστηράκι. Μου έδωσαν μάλιστα και το τηλέφωνό τους, αν ποτέ θέλω να ξεφορτωθώ τίποτα παλιά πράγματα να τους πάρω!
Κέρασα καφεδάκι, έσπασε ο πάγος, ανάψανε τσιγάρο, ντουμανιάσανε τον διάδρομο και τα λέγαμε κάνα δυο ώρες. Περιμέναμε στον πρώτο όροφο, εκεί που είναι η έκτη κλινική του Έλενα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο άνθρωπος που θα γινόταν πατέρας για 3η φορά στα δεκαοκτώ του. Το βλέμμα του ήταν βλέμμα ψημένου ανθρώπου, καμία σχέση με το πώς ήταν το δικό μου βλέμμα στα δεκαοχτώ. Η δική μας η κοινωνία επιλέγει άλλο δρόμο για τα παιδιά της και η δική τους άλλον. Ο ίδιος μου έλεγε πως θέλει τα παιδιά του να σπουδάσουν, εννοώντας να βγάλουν τουλάχιστον το γυμνάσιο. Ο ίδιος είχε βγάλει με το ζόρι το δημοτικό. Παρόλα αυτά δεν είχε και σε μεγάλη υπόληψη τη μέση εκπαίδευση. Βλέπετε, του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι άνθρωποι της φυλής του που είχαν καταφέρει να βγάλουν το Λύκειο, δεν ήξεραν να εκτιμήσουν μια αντίκα… Προσπάθησα να εξηγήσω κάποια πράγματα για το ότι η εκπαίδευση σου μαθαίνει όχι τις γνώσεις για τα πάντα αλλά το πως να σκέφτεσαι. Παράλληλα από μέσα μου μουρμούριζα για τις μαλακίες που του έλεγα του ανθρώπου.
Ο «γέρος», ετών 41, έχει έξι παιδιά, δεν θυμάμαι πόσα εγγόνια και ο ίδιος δεν θυμόταν πόσα ανίψια. Ήταν ο πατέρας της κοπέλας που γεννούσε μέσα, κάπου δίπλα από τη δική μου γυναίκα. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ότι δεν τον αφήνει η γυναίκα του σε χλωρό κλαρί όταν πηγαίνει στις κούρβες... Όση ώρα δεν μιλάγανε μαζί μου, οι δύο άντρες μιλούσαν για τη δουλειά τους. Άγχος ιδιαίτερο δεν φαινόταν να έχουν. Κατά τις δωδεκάμισι το βράδυ και αφού όλα τους πήγαν καλά και είδαν και το νεογέννητο, οι άντρες έφυγαν γιατί είχαν να στήσουν τον πάγκο το πρωί. Παρέμεινα εγώ με τη μητέρα της κοπέλας να ανοίγουμε αυλάκι από το πέρα δώθε στον διάδρομο, σαν γερμανοί σκοποί σε ελληνική ταινία. Κατά τις δωδεκάμισι, επίσης, με φώναξαν να μπω στην αίθουσα που σου δείχνουν το νεογέννητο. Βγήκε ένας πρασινοφόρος μουστακαλής νοσοκόμος, γύρω στα 60, με μουστάκι κιτρινόλευκο από τη νικοτίνη. Μου είπε ότι όλα πηγαίνουν καλά, ότι να μην ανησυχώ, ότι η γυναίκα μου μπήκε στην αίθουσα του τοκετού για το τελευταίο στάδιο και ότι τη φρόντισε πολύ καλά και ότι θα συνεχίσει να τη φροντίζει. Τα πήρα κρανίο από μέσα μου γιατί κατάλαβα από τα συμφραζόμενα αλλά και από τη γενικότερη σκηνική παρουσία ότι ζήταγε φακελάκι με τον τρόπο του. Εκείνο το «θα συνεχίσω να τη φροντίζω» το ακολούθησε στον αέρα μια φράση που δεν ειπώθηκε ποτέ: «ιδίως αν μου δώσεις και κάτι τις». Χαμογέλασα, τον ευχαρίστησα πάρα πολύ για την εξαιρετική του προσπάθεια, παραμείναμε για καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα αμίλητοι και μετά αυτός μπήκε στα ενδότερα και εγώ βγήκα στα εξώτερα... Ευτυχώς, άλλη τέτοια προσπάθεια δεν έγινε από κάποιον νοσηλευτή ή νοσηλεύτρια στις επόμενες τέσσερις μέρες. Το παιδί γεννήθηκε στις 12 και 45 τα ξημερώματα. Η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση!
Η δουλειά που έκανε η παρέα μου είναι «αντίκες». Από τα συμφραζόμενα όμως, κατάλαβα ότι γυρνάνε με το φορτηγό και παίρνουν παλιά πράγματα. Όχι σκουπίδια, όχι παλιοσίδερα αλλά οτιδήποτε παλιό και αχρείαστο σε εμάς το οποίο όμως να μπορεί να πουληθεί στον πάγκο που στήνουν κάθε Σαββατοκύριακο στο Μοναστηράκι. Μου έδωσαν μάλιστα και το τηλέφωνό τους, αν ποτέ θέλω να ξεφορτωθώ τίποτα παλιά πράγματα να τους πάρω!
Κέρασα καφεδάκι, έσπασε ο πάγος, ανάψανε τσιγάρο, ντουμανιάσανε τον διάδρομο και τα λέγαμε κάνα δυο ώρες. Περιμέναμε στον πρώτο όροφο, εκεί που είναι η έκτη κλινική του Έλενα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο άνθρωπος που θα γινόταν πατέρας για 3η φορά στα δεκαοκτώ του. Το βλέμμα του ήταν βλέμμα ψημένου ανθρώπου, καμία σχέση με το πώς ήταν το δικό μου βλέμμα στα δεκαοχτώ. Η δική μας η κοινωνία επιλέγει άλλο δρόμο για τα παιδιά της και η δική τους άλλον. Ο ίδιος μου έλεγε πως θέλει τα παιδιά του να σπουδάσουν, εννοώντας να βγάλουν τουλάχιστον το γυμνάσιο. Ο ίδιος είχε βγάλει με το ζόρι το δημοτικό. Παρόλα αυτά δεν είχε και σε μεγάλη υπόληψη τη μέση εκπαίδευση. Βλέπετε, του έκανε εντύπωση το γεγονός ότι άνθρωποι της φυλής του που είχαν καταφέρει να βγάλουν το Λύκειο, δεν ήξεραν να εκτιμήσουν μια αντίκα… Προσπάθησα να εξηγήσω κάποια πράγματα για το ότι η εκπαίδευση σου μαθαίνει όχι τις γνώσεις για τα πάντα αλλά το πως να σκέφτεσαι. Παράλληλα από μέσα μου μουρμούριζα για τις μαλακίες που του έλεγα του ανθρώπου.
Ο «γέρος», ετών 41, έχει έξι παιδιά, δεν θυμάμαι πόσα εγγόνια και ο ίδιος δεν θυμόταν πόσα ανίψια. Ήταν ο πατέρας της κοπέλας που γεννούσε μέσα, κάπου δίπλα από τη δική μου γυναίκα. Το μεγάλο του παράπονο ήταν ότι δεν τον αφήνει η γυναίκα του σε χλωρό κλαρί όταν πηγαίνει στις κούρβες... Όση ώρα δεν μιλάγανε μαζί μου, οι δύο άντρες μιλούσαν για τη δουλειά τους. Άγχος ιδιαίτερο δεν φαινόταν να έχουν. Κατά τις δωδεκάμισι το βράδυ και αφού όλα τους πήγαν καλά και είδαν και το νεογέννητο, οι άντρες έφυγαν γιατί είχαν να στήσουν τον πάγκο το πρωί. Παρέμεινα εγώ με τη μητέρα της κοπέλας να ανοίγουμε αυλάκι από το πέρα δώθε στον διάδρομο, σαν γερμανοί σκοποί σε ελληνική ταινία. Κατά τις δωδεκάμισι, επίσης, με φώναξαν να μπω στην αίθουσα που σου δείχνουν το νεογέννητο. Βγήκε ένας πρασινοφόρος μουστακαλής νοσοκόμος, γύρω στα 60, με μουστάκι κιτρινόλευκο από τη νικοτίνη. Μου είπε ότι όλα πηγαίνουν καλά, ότι να μην ανησυχώ, ότι η γυναίκα μου μπήκε στην αίθουσα του τοκετού για το τελευταίο στάδιο και ότι τη φρόντισε πολύ καλά και ότι θα συνεχίσει να τη φροντίζει. Τα πήρα κρανίο από μέσα μου γιατί κατάλαβα από τα συμφραζόμενα αλλά και από τη γενικότερη σκηνική παρουσία ότι ζήταγε φακελάκι με τον τρόπο του. Εκείνο το «θα συνεχίσω να τη φροντίζω» το ακολούθησε στον αέρα μια φράση που δεν ειπώθηκε ποτέ: «ιδίως αν μου δώσεις και κάτι τις». Χαμογέλασα, τον ευχαρίστησα πάρα πολύ για την εξαιρετική του προσπάθεια, παραμείναμε για καμιά δεκαριά δευτερόλεπτα αμίλητοι και μετά αυτός μπήκε στα ενδότερα και εγώ βγήκα στα εξώτερα... Ευτυχώς, άλλη τέτοια προσπάθεια δεν έγινε από κάποιον νοσηλευτή ή νοσηλεύτρια στις επόμενες τέσσερις μέρες. Το παιδί γεννήθηκε στις 12 και 45 τα ξημερώματα. Η συνέχεια σε επόμενη ανάρτηση!
Στη δεύτερη φωτογραφία η εκλεκτή παρέα. Στη πρώτη το μαιευτήριο, σε μία ηλιόλουστη μέρα.
Διαβάστε επίσης:
4 σχόλια:
Να σου ζήσει!
Τώρα, αν έχεις 3 παιδιά στα 18 σου, πολύ δύσκολα θα μπορέσεις να τα σπουδάσεις ή ότι άλλο...
"Όταν πάει στις κούρβες";
Τις γνωστές κουρβες;
Και περιμένει να μην φάει τον πλάστη στο κεφάλι; Τσ, τσ, τσ...
Τις γνωστές! Και όταν του είπα "έλα που θες και κούρβες" γέλαγε γιατί δεν περίμενε ότι θα ήξερα τι είναι
Χα,χα, τι μου θύμησες τώρα, ένα σύνθημα που φωνάζαμε, σε ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου Παναθηναϊκός-ΤΣΣΚΑ Σόφιας...Κούρβα-Κούρβα, ΤΣΣΚΑ!
Κούρβα κούρβα ΤσεΣεΚα!! Χαααααα!
Δημοσίευση σχολίου